πατητός

πατητός
-ή, -ό / πατητός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πατώ]
νεοελλ.
1. πατημένος, συμπιεσμένος, ζουληγμένος («πατητά σύκα»)
2. το θηλ. ως ουσ. πατητή
(ενν. βελονιά) τρόπος αραιάς ραφής, κατά τον οποίο η πλευρά ενός κομματιού υφάσματος τοποθετείται πάνω στην πλευρά άλλου κομματιού και ράβονται με τη βελόνα χωρίς αναδίπλωση τής βελονιάς, αλλ. τρύπωμα, τρυπογάζι
(μσν.-αρχ·) (φρ·) «πατητὸς φοῑνιξ» — είδος χυμώδους καρπού φοίνικα που σκάζει πάνω στο δέντρο σαν να πατήθηκε
αρχ.
αυτός πάνω στον οποίο πατάει, συνθλίβει, συμπιέζει κανείς κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πατητός — trodden masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατητός — ή, ό αυτός που κατασκευάζεται ή γίνεται με πάτημα, πατημένος: Σύκα πατητά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατητοῖς — πατητός trodden masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατητοί — πατητός trodden masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατητούς — πατητός trodden masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατητῷ — πατητός trodden masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορτοπάτητος — ον, Α 1. αλωνισμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χορτοπάτητον αλωνισμένο άχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + πάτητος (< πατητός < πατῶ), πρβλ. λεω πάτητος] …   Dictionary of Greek

  • πολυπάτητος — η, ο / πολυπάτητος, ον ΝΜΑ αυτός που πατιέται πολύ, που περπατούν πολλοί επάνω του, χιλιοπατημένος («πολυπάτητος δρόμος») αρχ. μτφ. αυτός ο οποίος ακολουθεί την πεπατημένη, τετριμμένος («πολυπάτητοι ῥᾳψωδίαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… …   Dictionary of Greek

  • πατητῶν — πατητής one who treads masc gen pl πατητός trodden fem gen pl πατητός trodden masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατηταῖς — πατητής one who treads masc dat pl πατητός trodden fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”