- πατητός
- -ή, -ό / πατητός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πατώ]νεοελλ.1. πατημένος, συμπιεσμένος, ζουληγμένος («πατητά σύκα»)2. το θηλ. ως ουσ. πατητή(ενν. βελονιά) τρόπος αραιάς ραφής, κατά τον οποίο η πλευρά ενός κομματιού υφάσματος τοποθετείται πάνω στην πλευρά άλλου κομματιού και ράβονται με τη βελόνα χωρίς αναδίπλωση τής βελονιάς, αλλ. τρύπωμα, τρυπογάζι(μσν.-αρχ·) (φρ·) «πατητὸς φοῑνιξ» — είδος χυμώδους καρπού φοίνικα που σκάζει πάνω στο δέντρο σαν να πατήθηκεαρχ.αυτός πάνω στον οποίο πατάει, συνθλίβει, συμπιέζει κανείς κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.